καταβρεχτήρι

καταβρεχτήρι
το
δοχείο με νερό για κατάβρεγμα: Κατάβρεξε την αυλή με το καταβρεχτήρι.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • καταβρεχτήρι — το φορητό δοχείο κατάλληλο για κατάβρεγμα ή για πότισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < καταβρέχω + κατάλ. τήρι (πρβλ. κλαδευ τήρι, ξεσκονισ τήρι). Η λ. στον λόγιο πληθ. τ. καταβρεκτήρια μαρτυρείται από το 1884 στον Αν. Σούλη] …   Dictionary of Greek

  • καταβρεκτήρι — το βλ. καταβρεχτήρι …   Dictionary of Greek

  • καταβρεχτήρας — ο 1. το καταβρεχτήρι 2. όχημα με το οποίο καταβρέχουν τους δρόμους για να μη σηκώνεται σκόνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < καταβρέχω + κατάλ. τήρ(ας), (πρβλ. ανεμισ τήρας, οδοστρω τήρας). Η λ., στον λόγιο πληθ. τ. καταβρεκτήρες, μαρτυρείται από το 1893 στην… …   Dictionary of Greek

  • λαντουριστήρι — το [λαντουρίζω] το καταβρεχτήρι …   Dictionary of Greek

  • περιχυτήριον — τὸ, ΜΑ αγγείο για περίχυση νερού στα λουτρά, καταβρεχτήρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < περιχέω + επίθημα τήριον (πρβλ. βουλευ τήριον)] …   Dictionary of Greek

  • ποτίστρα — η 1. γυναίκα που ποτίζει (αρσ. ποτιστής). 2. το μέρος όπου χύνεται το νερό ή όπου οδηγούνται τα ζώα να πιουν νερό. 3. ειδικά κατασκευασμένο δοχείο για πότισμα, καταβρεχτήρι, ποτιστήρι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ποτιστήρι — το ιού, δοχείο ειδικό για πότισμα, καταβρεχτήρι: Πότισε την αυλή με το ποτιστήρι της …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”